- ατρακίδα
- η (Α ἀτρακίς)ονομασία ακανθώδους φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άτρακτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -κτ-, πιθ. ανομοιωτική (πρβλ. άρκος < άρκτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτρακίδα — ἀτρακίς spinous plant fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek